6.10.10

Μαουτχάoυζεν του Ιάκωβου Καμπανέλλη, ένα απόσπασμα


Αποτελεί ιδέα για γιορτή σε σχολείο. Να τραγουδιούνται από τα παιδιά τα τραγούδια του Θεοδωράκη από τον ομώνυμο κύκλο τραγουδιών και τα ίδια τα παιδιά να 'παίζουν' διάφορα κομμάτια, ανθολογημένα, από το βιβλίο, το οποίο, εκτός από σημαντικό ιστορικό πειστήριο μιας συνταρακτικής στιγμής στην ιστορία, είναι ένα υπέροχο κείμενο λογοτεχνικού εξορκισμού της κτηνωδίας. Χωρίς συναισθηματισμούς, κι όλα αυτά που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε σε κινηματογραφικές ταινίες σχετικά με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ακόμα και στις καλύτερες, ο Καμπανέλλης μ' έναν σπάνιο συνδυασμό χιούμορ, τρυφερότητας και ρεαλισμού πετυχαίνει να δημιουργήσει ένα πολυεπίπεδο ανάγνωσμα που διαβάζεται και ως πολύτιμη μαρτυρία για το διάστημα από το Μάιο του 1945 - οπότε οι Αμερικάνοι μπήκαν στο Μαουτχάουζεν - μέχρι τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, αλλά και ως ερωτική ιστορία, αλλά και ως αναστοχαστικός νεκρόδειπνος όλων των νεκρών, που μαρτύρησαν στα στρατόπεδα, άλλοι  με όνομα και επώνυμο, άλλοι χωρίς, μόνο με στάχτη. Έργο ανθρωπιάς, κατάφασης στη ζωή, αγάπης για τη δημιουργία... Εδώ ανθολογώ την συγκλονιστική ιστορία του Αντώνη, ενός από τους ήρωες του στρατοπέδου: 

Η σκάλα των θρήνων
…κι ο Αντώνης…

Ο Αντώνης απ’  τους Αμπελοκήπους…
(…)-Φεύγω, είπε.
-Πού πας, Αντώνη, γιατί δεν περιμένεις λίγο καιρό ακόμη να φύγουμε όλοι μαζί;
-Πάλι όλοι μαζί; Βαρέθηκα πια εδώ μέσα! Έπειτα σκέφτηκα ν’  αλλάξω δρόμο. Τα δέοντα στην πατρίδα.
-Δε θα γυρίσεις;
Ο Αντώνης άναψε τσιγάρο κι άρχισε να λέει:
-Στην Ελλάδα πούλαγα φρούτα με το καρότσι. Αν γυρίσω πίσω θα κάνω το ίδιο. Στον τόπο του δύσκολα αλλάζει κανείς. Εγώ όμως δεν μπορώ να ξανακάνω την ίδια δουλειά. Θαρρώ πως θα σκάσω. Το σκέφτηκα καλά. Μια και βρέθηκα στην Ευρώπη, πιο καλά να πάω σε καμιά Γαλλία, σε καμιά Αγγλία ή στην Αμερική ή στην Αφρική ή στην Αυστραλία.!... Μικρός ειν’  ο κόσμος, σαχλαμάρα η ζωή, Λοιπόν, απάνω τους.
Χαιρετιστήκαμε, φορτώθηκε το μπογαλάκι του…
.……...
Ο Αντώνης είχε έρθει στο Μαουτχάουζεν τον Απρίλιο του σαράντα τέσσερα. Εμείς οι παλιότεροι είχαμε πια οργανωθεί για καλά και για κάθε ερχομό καινούριου παίρναμε αμέσως είδηση. Τον Αντώνη όμως τον φέρανε νύχτα, τον χώσανε  και στην απομόνωση, απ’  την πρώτη ώρα, κι έτσι πέρασε άφαντος. ‘Ύστερα από τέσσερις μέρες, βραδάκι ήταν, ήρθε ένας Γάλλος και μας είπε πως στην παράγκα των τιμωρημένων είναι ένας Έλληνας και ρωτάει αν «είναι κι άλλοι Έλληνες στο Μαουτχάουζεν». Τους τιμωρημένους τους είχαν σε ξεχωριστή παράγκα και δεν ήταν εύκολο να πλησιάσεις. Οι πιο πολλοί απ’  αυτούς ήταν προορισμένοι για να ξεκάμουν με ξεθεωτική δουλειά στο λατομείο. Μπορεί το χαρτί τους να ‘γραφε πως τιμωρούνται με ένα ή δυο μήνες «σκληρής εργασίας». Αλλά σ’  αυτού του είδους τη «σκληρή εργασία» λίγοι ήταν εκείνοι που αντέξανε πάνω από δυο τρεις βδομάδες.
(…)
Ξέραμε καλά τι ήταν η «σκληρή εργασία». Κατέβαιναν τρέχοντας τα σκαλιά του λατομείου, έφταναν τρέχοντας τα 200 μέτρα πιο πέρα, τους φόρτωναν ένα αγκωνάρι στη ράχη, γύριζαν τρέχοντας στη σκάλα, ανέβαιναν τα σκαλιά και, τρέχοντας πάλι, πήγαιναν μισό χιλιόμετρο μακριά. Αυτό γινόταν δέκα ώρες κάθε μέρα. Πληγώνονταν οι ώμοι, τα πόδια, τα σωθικά.
(…)
Ένα βράδυ το στρατόπεδο απ’  άκρη σ’  άκρη μιλούσε για τον Έλληνα που δούλευε στο συνεργείο των τιμωρημένων. Τα νέα τα ‘φέραν αυτοί που δούλευαν στο λατομείο κι είδαν από κοντά τι έγινε. Όταν το προσκλητήριο τελείωσε κι οι κρατούμενοι γύρισαν στις παράγκες, ο ένας τα είπε στον άλλον. Ο άλλος έτρεξε να τα πει στην παρέα του. Η παρέα σκόρπισε να μοιράσει τα νέα στις παράγκες. Οι παράγκες αδειάσανε, οι κρατούμενοι μαζεύτηκαν στους δρόμους να τα κουβεντιάσουν. Τέτοια νέα αναταράζανε το Μαουτχάουζεν. Ήταν σα μια κρυφή διανομή ελευθερίας.
(…)
Ήταν μετά από το μεσημεριανό φαΐ. Οι Ες-Ες επικεφαλής του συνεργείου των τιμωρημένων είχαν ως εκείνη την ώρα ξεκάμει δεκαεφτά εβραίους και ρώσους αιχμαλώτους πολέμου.
Μόλις κάποιος παραπατούσε, τον σέρνανε στα συρματοπλέγματα του φράχτη. Εκεί ο Ες-Ες τον έχωνε ανάμεσα στο φράχτη και τον πυροβολούσε. Ύστερα έγραφε σ’  ένα μπλοκ: «Ο υπ’ αριθ. 137.566 κρατούμενος αποπειραθείς να δραπετεύσει εξετελέσθη επί τόπου.». Αυτή τη σημείωση την κρατούσε για τη βραδινή αναφορά. Έγραφε, όμως, άλλη μία και την καρφίτσωνε πάνω στον σκοτωμένο: «Μόνο η πειθαρχία οδηγεί στην ελευθερία».
Σ’  ένα ανέβασμα της σκάλας, ένας Εβραίος άρχισε να παραπατά. Ο Αντώνης του ‘καμε νόημα να πλησιάσει. Ο Εβραίος πλησίασε κι ο Αντώνης κράτησε το δικό του αγκωνάρι με το δεξιό και με τ’  αριστερό ανασήκωσε τ’  αγκωνάρι του Εβραίου. Όμως αυτό έγινε κοντά στη μέση της σκάλας. Έμενε ακόμα πολύ ανέβασμα. Ο Ες-Ες τους είδε και τους χώρισε. Διάταξε τον Εβραίο να τρέξει. Αυτός ανέβηκε λίγα σκαλοπάτια, ύστερα άφησε την πέτρα να πέσει και γονάτισε στο σκαλί. Ο Ες-Ες πλησίασε και του είπε ν’  ανοίξει το στόμα. Ο Εβραίος άνοιξε το στόμα.
πυροβολισμός(…)
Ύστερα γύρισε προς τον Αντώνη και στύλωσε τα μάτια πάνω του. Ο Αντώνης τον κοίταξε άφοβα, έπειτα πλησίασε στο νεκρό, φορτώθηκε και το δεύτερο αγκωνάρι και συνέχισε ν’  ανεβαίνει τη σκάλα. Ο Ες-Ες πάγωσε. Δεν είπε τίποτα, δεν έκαμε τίποτα. Όταν όμως ξαναγύρισαν στο λατομείο, για να ξαναφορτωθούν αγκωνάρια, ο Ες-Ες φώναξε τον Αντώνη να πάει κοντά. Άρχισε να βολταρίζει σα μανιακός ανάμεσα στις πέτρες και να ψάχνει. Βρήκε ένα αγκωνάρι διπλό από τ’  άλλα, το ‘δειξε στον Αντώνη και είπε: «Αυτό είναι δικό σου». Ο Αντώνης κοίταξε τ’  αγκωνάρι, ύστερα τον Ες-Ες, ύστερα τα σκόρπια αγκωνάρια γύρω-γύρω. Όλοι οι άλλοι κάνανε πως δε βλέπανε, πως δεν ακούγανε… Στο Μαουτχάουζεν το «ένας για όλους και όλοι για έναν» ήτανε νόμος. Τρέμανε για το τι θα ‘βγαινε από τούτο το μπλέξιμο. Αυτός ο Έλληνας πήγαινε φιρί-φιρί… Ο Ες-Ες είχε κιόλας βγάλει το περίστροφό του απ‘  τη θήκη, το ‘τρυβε νευρικά στο παντελόνι του κι ετοιμαζόταν. Ο Αντώνης σταμάτησε μπροστά σ’ ένα αγκωνάρι, ακόμα πιο μεγάλο από κείνο που του διάλεξε ο Ες-Ες.
-Αυτό είναι το δικό μου, είπε. Και το φορτώθηκε.
Σ’  όλους τους δρόμους που κάνανε ως το βράδυ, σ’  όλα τα κουβαλήματα, ώσπου σήμανε η ώρα για μέσα, ο Αντώνης  διάλεγε και φορτωνόταν τα πιο βαριά αγκωνάρια.
Ο Αντώνης δεν πολυμιλούσε γι’  αυτή την ιστορία, βαριότανε. Κι όταν κανείς ερχόταν να τον δει και να του πιάσει κουβέντα, έπαιρνε το ψωμί ή το τσιγάρο που του φέρνανε κι ύστερα έλεγε:
-Αι παράτα με τώρα… Παρτί…. Ράους….Τι το κάναμε δω, θέατρο;
Του λέγαμε:
-Μα πώς, ρε Αντώνη;… Δε φοβήθηκες μη σε σκοτώσει;
-Αααα, τον πούστη, απαντούσε, που νόμιζε πως θα κάτσω να με καβαλήσει.
Άλλοτε πάλι αναρωτιόμασταν «πώς και τη γλίτωσες, ρε Αντώνη, πώς δε σε σκότωσε που τον ρεζίλεψες!». Ο Αντώνης τότε μας εξηγούσε πως «από κείνη τη στιγμή ο Ες-Ες κάτι έπαθε, χάλασε το μηχανάκι του. Το ‘χω παρατηρήσει αυτό… Άμα χαλάσει το μηχανάκι τους, κλάψ’  τους».
-Ποιο μηχανάκι;
-Όλοι αυτοί έχουν ένα μηχανάκι μέσα στο κεφάλι που τους το βάζουν στη σχολή των Ες-Ες. Τους ανοίγουν το κρανίο και τους βάζουν μέσα το μηχανάκι που ‘χει εφεύρει ο Χίτλερ.
-Και τι δουλειά κάνει αυτό το μηχανάκι; ξαναρωτούσαμε.
-Τους κάνει ανάποδους, συνέχιζε ο Αντώνης. Ας πούμε, το κανονικό είναι να χαίρεσαι άμα ο άλλος είναι πονόψυχος ή άμα ο άλλος δε φοβάται. Είδατε όμως ποτέ σας κανέναν Ες-Ες να μη σκυλιάσει, άμα δει έναν κρατούμενο να βοηθά τον άλλον; Αν τύχει πια κανείς να δείξει πως δεν τους φοβάται, ούτε ψύλλος στον κόρφο του!... Να τι κάνει το μηχανάκι!... Τους βγάζει απ’  το κανονικό!
Ναι, βρε Αντώνη, λέγαμε, αλλά εσένα πώς σου τη χάρισε;
-Αφού σας είπα, χάλασε το μηχανάκι, κι άμα χαλάσει, κλάψ’ τους!
Κι επειδή τον κοιτάζαμε, περίεργοι, το ‘παιρνε για δυσπιστία και συνέχιζε:
-Αυτά δεν τα ‘βγαλα απ’  τη δική μου κεφάλα, εγώ δεν είμαι επιστήμονας, αυτά τα ‘λεγε στο Νταχάου ένας γιατρός από τη Βιέννη, χειρούργος, μεγάλος γιατρός. Γι’  αυτό τον είχανε  μέσα, επειδή ήξερε διάφορα τέτοια. (…)

ΟΑντώνης

Εκεί στη σκάλα την πλατειά στη σκάλα των δακρύων 
στο Βιλεγκράμπεν το βαθύ το λατομείο των θρήνων
 
Εβραίοι κι αντάρτες περπατούν Εβραίοι κι αντάρτες πέφτουν
 
Βράχο στην πλάτη κουβαλούν βράχο σταυρό θανάτου
Εκεί ο Αντώνης στη φωνή φωνή, φωνή ακούει 
ω καμαράντ, ω καμαράντ βόηθα ν' ανέβω τη σκάλα
 
Μα κει στη σκάλα την πλατειά και των δακρύων τη σκάλα
 
τέτοια βοήθεια είναι βρισιά τέτοια σπλαχνιά κατάρα
Ο Εβραίος πέφτει στο σκαλί και κοκκινίζει η σκάλα 
και συ λεβέντη μου έλα δω βράχο διπλό κουβάλα
 
Παίρνω διπλό παίρνω τριπλό μένα με  
λεν Αντώνη 
κι αν είσαι άντρας έλα εδώ στο μαρμαρένιο αλώνι

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Μπράβο, εξαιρετικό! Το κείμενο αυτό, το έχουμε στο βιβλίο κειμένων λογοτεχνίας στην Γ'Γυμνασίου. (Κύπρος). Χτες, αφού διάβασα το απόσπασμα από το βιβλίο, σχολιάσαμε λίγο και αμέσως χτύπησε κουδούνι. Με έκπληξη τότε άκουσα έναν μαθητή ( που έπαιζε με πέννες και λαστιχάκια όταν έκανα μάθημα), να φωνάζει σε έναν αλλο, ο οποίος τον έσπρωχνε χωρίς λόγο: "Ρε, μα εχάλασεν το μηχανάκι σου";;; ....!!!.

Φ.Κ

Υ.Γ. Ποιός έγραψε τους στίχους του τραγουδιού;

Γεωργία Δεληγιαννοπούλου είπε...

Το Μαουτχάουζεν - συντομευμένο, βέβαια - το παρουσιάσαμε πριν τρία χρόνια στη γιορτή της 28ης Οκτωβρίου στο 2ο Γυμνάσιο της Πεύκης. Το αφηγήθηκαν παιδιά που δεν είχαν ξανακούσει μέχρι τότε, ακόμα και παιδιά τρίτης γυμνασίου, την φράση "στρατόπεδο συγκέντρωσης". Ήταν για τα παιδιά συγκλονιστική εμπειρία. Ήδη τότε, το 2010, ο αέρας μύριζε ήδη παντού Χρυσή Αυγή αλλά δεν είχαν σκάσει ακόμα τα απόνερά της. Χαίρομαι που στο βιβλίο λογοτεχνίας της Κύπρου υπάρχει αυτό το κείμενο. Εδώ αγνοείται....
Οι στίχοι του τραγουδιού είναι του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Είχαμε τραγουδήσει όλον τον κύκλο του Μαουτχάουζεν τότε.
Υ.Γ.: Καταπληκτική η ιστορία με τον πιτσιρίκο και το μηχανάκι...

Ανώνυμος είπε...

"εξορκισμός της κτηνωδίας με χιούμορ και ρεαλισμό, χωρίς συναισθηματισμούς"

"αναστοχαστικός νεκρόδειπνος όλων των νεκρών"

Αν μου δίνεις την άδειά σου, τα κλέβω για να τα χρησιμοποιήσω στο σχολιασμό του κειμένου στην τάξη :)))))

Φ.Κ

Γεωργία Δεληγιαννοπούλου είπε...

Χαρά μου!

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...