1.2.11

TAKHΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ: ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ

τα δυο πρώτα ποιήματα από την ενότητα 
ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ 

ΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ
Ανεξιχνίαστη, μεσουρανούσα ανάμεσα στα διψασμένα δέντρα του Ιουνίου κυμάτιζε, νύχτες και νύχτες η Σοφία, πέθανε ο πατέρας της σε φοβερό

δυστύχημα πριν έξη μήνες, μαύρο φόρεμα, μαύρο μαλλί, και το κορμί ψημένο επίμονα τα μεσημέρια στο Σαρωνικό, το στήθος σκύβοντας,

τόντις ωραία, περήφανα τα δυο της στήθια, κι ο Λευτέρης ήξερε, μονάχα αυτός, κλειστή η Σοφία, κι  ας έπαιζε, τα πόδια της ανήσυχα στο κάθισμα, καθώς

βραδάκι δροσιζόμαστε Φωκίωνος Νέγρη, μίλαγαν εδώ κι' εκεί με τη Φανή, χαχάνιζαν κρυφά, κι όταν γυρίζαμε, τ'  ωραίο σώμα εσάλευε όπισθεν.

Από κοντά ο  Λευτέρης και στο αυτί τον ρώταγα, γελούσε, φίνος πάντα, ένα σκαστό γελάκι, το μουστάκι του ξανθό στο απάνου στο χείλος, όμορφο παιδί.

Ερεθιζόμουν τότες, έγραφα συνέχεια ποιήματα, σήμερα τα κοιτάζω πίνοντας καφέ, βαρυέμαι, ωστόσο βυθισμένος στα γραφόμενα,

χτυπάει η πόρτα, ο αδερφός μου ο Γιάννης, δανεικά και τούδωκα, κοίταξε, λέει, να παντρευτείς, καιρός σου πια.

Γιάννη, Γιαννάκη μου, τι κέρδισες; η Λόλα σε παράτησε, σούμεινε βάσανο το παιδί, πολύ γκρινιάρικο, σκατένιο, κλώτσαγε.

Μου τόχε φέρει προ καιρού να του κοιτάξω το λαιμό, κάτι καρύδια αμυγδαλές, του λέω βγάλτες, θάχεις φασαρίες μ'  αυτά τα κέρατα.

Και πού να πάω μου κλάφτηκε - στο διάβολο - του σύστησα τον Πάστρα, κλινική Αχαρνών.

Δε φάνηκε ο αυτάδελφος, μου λέει ο Πάστρας, λόγια ανόρεχτα, πομπώδη, να μη φαίνεται από μέσα η νύστα, η ερημιά, στο πίσω η Μάγδα εκοίταζε.

Σωστό καθάριο κυπαρίσσι η Μάγδα, αριστερά παράθυρο και φως και κάτι μάτια ποταμοί, νόμιζες ανηφόριζαν πουλιά.

Έλα βρε Μάγδα, εκοίταζε, χαμογελώντας αόριστα, απούσα ολάκερη, κατάλαβα δε σήκωνε, σίγουρα ο Πάστρας βολευότανε περίφημα,

γουρούνι παρά θιν'  αλός. Στο βάθος ο καθρέφτης, συγυρίστηκα, δεν είμουν κι άσκημος, παρά τα χρόνια κι έλεγα,

τέτοιο κορίτσι, θε μου, έφυγε η Μάγδα, στα μαλλιά της πίσω φέγγος ορφανό, κι είτανε λιόγερμα, μονάχος πήγαινα, πλημμυρισμένος πράσινο,

δέντρα, χωράφια, λαχανόκηποι κι από το φράχτη μέσα, Ελένη φάναξαν.

Ήρθε η Ελένη, σούρτα - φέρτα, νευρίαζα, κοντά κανιά, ανυπόφορη, φίνο κουστούμι εθάμαξε - κι ο ράφτης μου ξυνίστηκε, δεν είχα να του δώκω κι ο πατέρας του στο  μπάγκο αμίλητος,

ψάλτης στον Αγιαντρέα, κυρ-Δημητρό, καλά τη βόλεψες, μα τι δουλειά είναι αυτή, καλοκαιριάτικα κερί-λιβάνι κι άσε πια το ράσο να συγκαίγεσαι

με τέτοια ζέστη. Κι είμουν

εκεί στον ξεροπόταμο, πεσμένος μπρούμυτα, διαβολεμένος άνεμος απ'  τη λοξή χαράδρα, απάνου κάθετα βουνά,

τα πολυβόλα θέριζαν, αντίλαλοι, χιλιάδες πέτρες σκάζοντας σ'  εκατομμύρια πέτρες, ήλιος ασάλευτος ψηλά, γεννώντας ήλιους, κι ούδε

χορτάρι, ουδέ νερό, δίψα μονάχα, μύγες τύραννοι, καταραμένη η φάρα τους, και ξέχασα ασιχτίρ, να κάνω τηλεφώνημα στη Λίτσα, Κυριακή

για Πόρο λέγαμε, θάτανε Λίτσα και Μαρίκα, ο Αντώνης απ'  τη Λάρισα - καθώς της άγγιζα το χέρι στον καρπό, σκιρτούσε φεύγοντας, καράβι και νερό,

πιο πέρα ο άμμος, έκαιγε, και το κορμί στον άμμο, ένα μεγάλο φως, πιο πάνω χώματα αν γυρίσεις, γέφυρες, ίσια γραμμή

στο μάτι, η Λίτσα ανάσκελα, έψιλον χρυσό, το νύχι κόκκινο, το δάχτυλο σαλεύοντας, το πόδι αργά, τεμπέλικα, παίζοντας στο νερό,

φύκια, σχιστόλιθοι, όστρακα,

μεγάλη θάλασσα σπιθίζοντας, διαμάντια και 

μεγάλο μαύρο φως.



ΜΑΓΔΑ
Μεγάλο μαύρο φως.

Όλη τη νύχτα φως και τα μάτια της Μάγδας, τα πουλιά διασχίζοντας τα μάτια της Μάγδας, ένα πλήθος ταραγμένα πουλιά, προσπερνώντας τα τείχη της νύχτας, ύστερα το σκούρο κεφάλι, το σκούρο κορμί, πάνω στα χείλη η σκοτεινιά και χάραζε ένας άλλος έρωτας -

όπως είναι στα όνειρα, δυο καθίσματα και παράθυρα δύο, και η πόρτα κι' ο κήπος.

Απέξω κάποιος σφύριξε προσμένοντας απόκριση, τότε ακουστήκανε  τα φορτηγά, κατέβηκαν με προσοχή το δρόμο, οι προβολείς εστρίψανε άξαφνα κι ο κήπος με τα δέντρα του έρημος, μονάχα πέτρες και σιωπή.

Το μισοσκόταδο πλημμυρισμένο πλούτος. Όλα

γίνονταν ένα δίχτυ αληθινό, τόσο μεγάλο, και παντού μέσα στο σπίτι, καθρέφτες ασάλευτοι, σε κάθε τοίχο, σε κάθε γωνιά, καθρέφτες αινίγματα, ως το άπειρο βαθαίνοντας, δεν ήξερες πού είναι, ποιο είναι το πρόσωπό σου.

Τότε, ζεστό όπως φέγγει το κορμί, σηκώθηκε απότομα η Μάγδα, πήγε στη μέσα κάμαρα, σ' ένα άλλο σκοτεινότερο όνειρο, κι' εγύρισε, κι' είτανε τώρα η Άρτεμις, η Μίνα, η Δήμητρα, κι' είτανε τώρα εκείνη η μακρινή Νανά, βράδυ στη Λάρισα, στο πίσω μέρος του σταθμού, μονάχη, ματωμένη, τρέχοντας ανάστατη.

Τότε έφτασε ο Παύλος, άρρωστος, είχε κατέβει από τον πόλεμο και κοίταζε άφωνος τον ουρανό, ποιον πολεμήσαμε, τόσα κουφάρια στις κατηφοριές, κι' όπως ερχόταν η Νανά, το μάτι του άστραψε μεμιάς, την άδραξε διψώντας με τα χέρια του, κι' ο λόφος του ώμου πιο ψηλά, κι ένα μονοπάτι λοξό στη μνήμη ανηφόριζε.

Κι' από κει πέρα τα μαγαζιά του Πύργου και το μεγάλο δάσος της Κάπελης, κι' από κει πέρα τ'  απομεσήμερο, κι' η θάλασσα του Αγιαντρέα, κι' οι πέτρες εκατομμύρια, κι' ο άμμος, και το νερό, αίμα μονάχο.

Κι' όπως οι ντουφεκιές συνέχιζαν, θέριζαν κάτω την ακτή, λαχανιασμένοι εμείς συρθήκαμε, φεύγοντας η μέρα, τρυπώσαμε σε κείνη τη σιδερένια πόρτα και ξάφνου ο χτύπος πάνω απ'  το κεφάλι μας κι'  ύστερα

ο άλλος χτύπος, ο άλλος χτύπος, ο άλλος χτύπος, έτρεμα ακούγοντας.

Βήματα ήρθαν κι έφυγαν, ξαναγύρισαν, ξανάφυγαν, η Μάγδα εσπάραζε το χέρι της, ένα πουλί μες στο πουκάμισο, κοίταξα τότε το σημάδι στο λαιμό, πόσο θα σε φυλάξω ακόμα, νύχτωνε, πίσω από τον αυχένα τα μαλλιά τινάζονταν, σαν πολιτεία από την έκκρηξη.

Τόσο όμορφη και το σκοτάδι ως την οσφύ, την κράταγα που μύριζε καμένη από τον ήλιο θάλασσα, κι ήρθαν ο Γιάννης κι' ο Γεράσιμος κι' ο Θοδωρής κι' άλλοι πολλοί, μα δε μπορούσα καν να τους αναγνωρίσω.

Είχαν περάσει τόσα χρόνια που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, πήρανε το ντουφέκι, το μαχαίρι, το μπαλντά, ό,τι μπορούσε ο καθένας, φύγανε, χαθήκανε στο μαύρο δρόμο,

σπαρμένον σίδερα και τζαμιά, όπως τινάχτηκε η βεράντα με την  έκκρηξη κι όλο το σπίτι φαίνονταν γυμνό κι'  έρημο ως μέσα το εσωτερικό.

Και πάλι ακούστηκαν βήματα κι'  άλλα βήματα.

Και τότε εβγήκε στο παράθυρο με το φεγγάρι η Μάγδα, πιο πίσω ακόμη ανάστατη η Νανά, και η Άρτεμις κι' η Δήμητρα, κι' η Μίνα, δεξιά κι' αριστερά το σκοτάδι, ανάμεσα στο μαύρο και το πράσινο τα μάτια τους. 

Μάτια νυχτερινά, που πάγαιναν ολοένα στον έρωτα, μάτια προσηλωμένα που μάντευαν τον έρωτα, μεγαλωμένα ξάφνου από την ομορφιά, με περίεργα χρώματα, όπως στους σταθμούς έρχεται το τραίνο, κι' αφήνει σύννεφα, κι' ύστερα πάλι προβάλλουν τα μάτια.

Τότε το τραίνο πέρασε διασχίζοντας την κάμαρα, κι' εγώ μάζεψα με φόβο το πόδι μου, τ' άλλο χαμένο στα βουνά, στο ματωμένο πόλεμο, κι'  όπως κρατούσα το χαρτί και το μολύβι στο χέρι μου, αρχίζοντας από τη φράση "μεγάλο μαύρο φως", 

Το χέρι μου  έγραφε αυτό το ποίημα, το φως έστριβε απλό το χαρτί, το χαρτί σκοτείνιαζε, κατάλαβα η Μάγδα έφευγε το φεγγάρι έφευγε, κατεβαίνοντας αργά τα σκαλοπάτια, στον κήπο, στα δέντρα, μονάχη ταξίδευε.

Όλοι φεύγανε, κι' όπως είναι στα όνειρα, σταματείστε, με δύναμη, εφώναξα.

Μεγάλα φιμωμένα λόγια μου τίναζαν το στήθος.

Μεγάλα δάκρυα,

δάκρυα πολλά,
οληνύχτα μου ανέβαιναν πλημμύρα στα μάτια,

με πονούσαν,  με καίγανε.

Νεκρόδειπνος, εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1972

στο ψηφιακό αρχείο της ΕΡΤ μπορείτε να βρείτε, σχετικά με τον Σινόπουλο:
ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ: Πύργος-Τάκης Σινόπουλος
Η εκπομπή «ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ» παρουσιάζει μέσα από τις εικόνες του ΠΥΡΓΟΥ ΗΛΕΙΑΣ το δραματικό λόγο του Ποιητή και Συγγραφέα ΤΑΚΗ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟ. Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ διαβάζει το ποίημα «ΤΟ ΓΚΡΙΖΟ ΦΩΣ» και ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΥΡΙΚΙΟΣ ποιήματα από τις συλλογές «ΔΡΟΜΟΔΕΙΧΤΕΣ», «ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ», «Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ», «ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ», «ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ», «Ο ΧΑΡΤΗΣ» και «ΝΥΧΤΟΛΟΓΙΟ».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...